φραγκενία

φραγκενία
η, Ν
βοτ. βλ. φρανκενία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρανκενία — και φραγκενία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φρανκενίδες τής τάξης ταμαρικώδη, και περιλαμβάνει 25 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. frankenia, από το όν. τού Σουηδού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”